Αμύνομαι. Γι’
αυτό γράφω. Έτσι κρατώ τη σκέψη μου απ’ τη μεριά μου.
Αν την αφήσης
αστήριχτη, χωρίς τα σχήματα των γραμμένων συλλογισμών, αφηνιάζει. Παίρνει
παράξενους δρόμους και καταλήγει να γεννά τέρατα. Περνά έτσι απ’ τη μεριά του
δεσμοφύλακα.
Γιατί αυτό θέλουν
με τη φυλακή. Σε κλίνουν σ’ ένα χώρο τρία βήματα μπρος, τρία πίσω.
Να περπατάς
έτσι με τις ώρες, με τις μέρες, ασταμάτητα. Στην αρχή βαδίζεις μαζί με τη σκέψη
σου. Τα λέτε οι δυό σας και ξεκαθαρίζεις νοήματα. Βρίσκεις τις ιδέες που είναι
φίλοι σου.
Συλλαμβάνεις το
κακό με σαφήνεια.
Αυτό που ταπεινώνει τον άνθρωπο.
Είσαι δικαιωμένος και για
αυτό δυνατός.
Εμείς μέσα από τη
φυλακή μας μπορούμε να το πούμε αυτό με αληθινή σοβαρότητα.
Η οδύνη μας κάνει
να βλέπωμε την ουσία και να τη λέμε απλά.
Βλέπουμε μόνο το
νόημα και όχι τα ανόητα σύνορα, τους μικρόψυχους ανταγωνισμούς και τις αβάσιμες
πιά επιφυλάξεις.
Εμείς βλέπουμε απλά σαν λαός τον ένα εαυτό μας.
Μοιάζει
παράδοξο, αλλά βέβαια μόνο στην πρώτη ματιά.
Πόσο έντονα ένιωσε ο Έλληνας πως
είναι Ευρωπαίος από την πρώτη κιόλας μέρα της δικτατορίας.