ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΝΩΡΙΣΜΕΝΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΒΟΥΤΥΡΑ (1872-1958)
Ύστερα από τόσα βάσανα και κόπους που κατόρθωσε ο Μπαλάφας να κάνει παπούτσια, κάτι γιγάντιες αρβύλες, πέθανε. Ίσως απ’ την πολλή χαρά του που θα φορούσε κι αυτός μια φορά, καινούρια παπούτσια το έπαθε αυτό.
Όταν η ψυχή του άφησε το βρώμικο σαρκίο του και το πιο βρώμικο μικρό δωμάτιό του, που ήταν δίπλα σ’ ένα πλυσταριό, πέταξε ελεύθερη να πάει σε άλλους κόσμους. Αλλά καθώς ανέβαινε ψηλά και περνούσε τα σύννεφα θυμήθηκε τα παπούτσια του.
Η επιθυμία να τα πάρει του ήρθε με τέτοια ορμή, που μία δύναμη που τον έσερνε στα ύψη, όπως το σίδερο ο μαγνήτης, έπαψε να τον σέρνει, σταμάτησε. Και ο Μπαλάφας τότε γύρισε γρήγορος πίσω του αφήνοντας στον αέρα μια γραμμή φωτεινή. Άφησε και μια λάμψη μεγάλη που κατατρόμαξαν οι άνθρωποι. Ο Μπαλάφας που τους είδε έσκασε στα γέλια.
Ήσυχα μπήκε στο δωμάτιό του, όπου βρήκε τη γριά σπιτοκυρά του να έχει το φως κάτω στο πάτωμα και να ψάχνει τα ρούχα, που ήταν ντυμένο το αφημένο κει σαρκίο του, και το στρώμα του, μήπως βρει λεφτά.
Τόσο τώρα σιχάθηκε ο Μπαλάφας, γιατί τη νόμιζε καλή γριά, που με βία άρπαξε το ένα παπούτσι μόνο κι έφυγε.
Στο δρόμο μετανόησε, αλλά πάλι είπε:
- Και πάλι καλά…
Κρατώντας το ένα παπούτσι στο χέρι, έφτασε στα μέρη κείνα, που έπρεπε να φτάσει και τράβηξε για τον παράδεισο.
Βρήκε την πόρτα κλεισμένη, μια πόρτα άσπρη σαν το χιόνι και μεγάλη, τεράστια, σαν τον ουρανό όπως τον βλέπουμε απ’ τη γη.
Στάθηκε απ’ έξω και τη χτύπησε δυνατά. Η πόρτα άνοιξε από ένα γέρο με μακριά γένια.
Ο Μπαλάφας θαμπώθηκε απ’ το φως, απ’ τα χρώματα και απ’ τις μελωδίες που γινόνταν μέσα.
- Τι θέλεις; τον ρώτησε ο γέρος.
- Τι άλλο να θέλω, του απάντησε, να μπω μέσα!
- Μα συ είσαι για αλλού.
- Για αλλού εγώ! Τι μου λες! Για πες το πάλι… Εγώ εδώ θα μπω, δεν ξέρω αλλού!... αλλού
να πας εσύ!… Και το ύστερο εγώ καλά ήμουνα κει κάτω, γιατί να με πάρετε…
- Σου λέω δεν είσαι για δω! Φεύγα!
Και ο άγιος έκανε να κλείσει την πόρτα.
- Μη την κλείνεις, μη!… γιατί…
- Τι θα κάνεις; τον ρώτησε ο άγιος αυστηρά.
- Τι θα κάνω… Να!
Και ο Μπαλάφας τού πετά το παπούτσι του στο κεφάλι.
Αστραπή έγινε και βροντή απ’ το χτύπημα, αλλά ο άγιος σωριάστηκε κάτω.
Ο Μπαλάφας τότε γρήγορα τρύπωσε μες στον παράδεισο.
Οι μουσικές όμως, που παίζανε, τα τραγούδια κόπηκαν και μια βαθιά σιωπή έπεσε.
Μες στη σιωπή αυτή σε λίγο, ακούστηκε μια φωνή σα βροντή, να διατάζει να τον συλλάβουν.
Κάτι τεράστιοι άγγελοι τον άρπαξαν, όπως τον έπιαναν άλλοτε στη γη οι χωροφύλακες, και τον οδήγησαν σε μια μεριά ψηλή, που σ’ ένα θρόνο μαύρο σαν κατράμι, καθόταν ένας λευκός γέρος, που κάποτε φαινόταν μεγάλος τόσο, που χανόταν στα ύψη η κεφαλή του, και κάποτε γινόταν μικρός σαν κοντούτσικος άνθρωπος, νάνος.
- Έλα δω, γιατί έκανες αυτό το κακό; τον ρώτησε ο λευκός γέρος.
- Γιατί, γιατί, του απάντησε ο Μπαλάφας, δε με άφηνε να μπω μέσα…
- Θα πει αυτό, που δε σε άφηνε, ότι δε σου έπρεπε να μπεις!
- Και γιατί δε μου έπρεπε να μπω;
- Γιατί είσαι αμαρτωλός, είσαι κλέφτης!
- Ε, και πως είμαι κλέφτης;
- Οι κλέφτες τιμωρούνται! Δεν ξέρεις τις δέκα εντολές;
- Όχι!
- Όχι! Δεν ξέρεις ότι τιμωρούνται όσοι κλέβουνε;
- Και αν δεν μετανοήσουν! είπε κάποια φωνή.
- Κι αυτός μετανόησε μια φορά και πήγε και ξεμολογήθηκε. Αλλά και πάλι έκλεψε!
- Αφού δεν είχα δουλειά και πεινούσα…
- Κι έπειτα, μετά καιρό, είπε μια άλλη φωνή, πήγε να ξεμολογηθεί και πάνω στην
εξομολόγηση έκλεψε του παπά το ρολόγι και τη χρυσή καδένα!…
- Δεν είχα πενταράκι, τι θέτε να έκανα; Και το ύστερο δεν τα χάρηκα, με πιάσανε και μου τα πήρανε και με χώσανε και μέσα…
Ο μεγάλος θεός άκουσε τις κατηγορίες, αν και τις ήξερε, και είπε τη στιγμή που γινόταν σαν κοντός άνθρωπος, νάνος:
- Όχι δε θα μπεις μέσα! Θα πας στην κόλαση, για να τιμωρηθείς!
Ο Μπαλάφας ταράχτηκε, θύμωσε σαν την ημέρα που έσκασε μια γροθιά σ’ ένα χωροφύλακα και του χάλασε τη φάτσα:
- Μωρέ, μωρέ, έκανε, και συ, και συ! Και συ σαν εκείνους εκεί κάτω, τους παγαπόντηδες,
δικάζεις;…
- Τι λες;
- Τι λέω, τι λέω!... Αχ τι να σου κάνω! Έπρεπε να είχα πάρει και το άλλο μου παπούτσι!…
Από τη συλλογή Μέσα στους ανθρωποφάγους, 1927
Όταν η ψυχή του άφησε το βρώμικο σαρκίο του και το πιο βρώμικο μικρό δωμάτιό του, που ήταν δίπλα σ’ ένα πλυσταριό, πέταξε ελεύθερη να πάει σε άλλους κόσμους. Αλλά καθώς ανέβαινε ψηλά και περνούσε τα σύννεφα θυμήθηκε τα παπούτσια του.
Η επιθυμία να τα πάρει του ήρθε με τέτοια ορμή, που μία δύναμη που τον έσερνε στα ύψη, όπως το σίδερο ο μαγνήτης, έπαψε να τον σέρνει, σταμάτησε. Και ο Μπαλάφας τότε γύρισε γρήγορος πίσω του αφήνοντας στον αέρα μια γραμμή φωτεινή. Άφησε και μια λάμψη μεγάλη που κατατρόμαξαν οι άνθρωποι. Ο Μπαλάφας που τους είδε έσκασε στα γέλια.
Ήσυχα μπήκε στο δωμάτιό του, όπου βρήκε τη γριά σπιτοκυρά του να έχει το φως κάτω στο πάτωμα και να ψάχνει τα ρούχα, που ήταν ντυμένο το αφημένο κει σαρκίο του, και το στρώμα του, μήπως βρει λεφτά.
Τόσο τώρα σιχάθηκε ο Μπαλάφας, γιατί τη νόμιζε καλή γριά, που με βία άρπαξε το ένα παπούτσι μόνο κι έφυγε.
Στο δρόμο μετανόησε, αλλά πάλι είπε:
- Και πάλι καλά…
Κρατώντας το ένα παπούτσι στο χέρι, έφτασε στα μέρη κείνα, που έπρεπε να φτάσει και τράβηξε για τον παράδεισο.
Βρήκε την πόρτα κλεισμένη, μια πόρτα άσπρη σαν το χιόνι και μεγάλη, τεράστια, σαν τον ουρανό όπως τον βλέπουμε απ’ τη γη.
Στάθηκε απ’ έξω και τη χτύπησε δυνατά. Η πόρτα άνοιξε από ένα γέρο με μακριά γένια.
Ο Μπαλάφας θαμπώθηκε απ’ το φως, απ’ τα χρώματα και απ’ τις μελωδίες που γινόνταν μέσα.
- Τι θέλεις; τον ρώτησε ο γέρος.
- Τι άλλο να θέλω, του απάντησε, να μπω μέσα!
- Μα συ είσαι για αλλού.
- Για αλλού εγώ! Τι μου λες! Για πες το πάλι… Εγώ εδώ θα μπω, δεν ξέρω αλλού!... αλλού
να πας εσύ!… Και το ύστερο εγώ καλά ήμουνα κει κάτω, γιατί να με πάρετε…
- Σου λέω δεν είσαι για δω! Φεύγα!
Και ο άγιος έκανε να κλείσει την πόρτα.
- Μη την κλείνεις, μη!… γιατί…
- Τι θα κάνεις; τον ρώτησε ο άγιος αυστηρά.
- Τι θα κάνω… Να!
Και ο Μπαλάφας τού πετά το παπούτσι του στο κεφάλι.
Αστραπή έγινε και βροντή απ’ το χτύπημα, αλλά ο άγιος σωριάστηκε κάτω.
Ο Μπαλάφας τότε γρήγορα τρύπωσε μες στον παράδεισο.
Οι μουσικές όμως, που παίζανε, τα τραγούδια κόπηκαν και μια βαθιά σιωπή έπεσε.
Μες στη σιωπή αυτή σε λίγο, ακούστηκε μια φωνή σα βροντή, να διατάζει να τον συλλάβουν.
Κάτι τεράστιοι άγγελοι τον άρπαξαν, όπως τον έπιαναν άλλοτε στη γη οι χωροφύλακες, και τον οδήγησαν σε μια μεριά ψηλή, που σ’ ένα θρόνο μαύρο σαν κατράμι, καθόταν ένας λευκός γέρος, που κάποτε φαινόταν μεγάλος τόσο, που χανόταν στα ύψη η κεφαλή του, και κάποτε γινόταν μικρός σαν κοντούτσικος άνθρωπος, νάνος.
- Έλα δω, γιατί έκανες αυτό το κακό; τον ρώτησε ο λευκός γέρος.
- Γιατί, γιατί, του απάντησε ο Μπαλάφας, δε με άφηνε να μπω μέσα…
- Θα πει αυτό, που δε σε άφηνε, ότι δε σου έπρεπε να μπεις!
- Και γιατί δε μου έπρεπε να μπω;
- Γιατί είσαι αμαρτωλός, είσαι κλέφτης!
- Ε, και πως είμαι κλέφτης;
- Οι κλέφτες τιμωρούνται! Δεν ξέρεις τις δέκα εντολές;
- Όχι!
- Όχι! Δεν ξέρεις ότι τιμωρούνται όσοι κλέβουνε;
- Και αν δεν μετανοήσουν! είπε κάποια φωνή.
- Κι αυτός μετανόησε μια φορά και πήγε και ξεμολογήθηκε. Αλλά και πάλι έκλεψε!
- Αφού δεν είχα δουλειά και πεινούσα…
- Κι έπειτα, μετά καιρό, είπε μια άλλη φωνή, πήγε να ξεμολογηθεί και πάνω στην
εξομολόγηση έκλεψε του παπά το ρολόγι και τη χρυσή καδένα!…
- Δεν είχα πενταράκι, τι θέτε να έκανα; Και το ύστερο δεν τα χάρηκα, με πιάσανε και μου τα πήρανε και με χώσανε και μέσα…
Ο μεγάλος θεός άκουσε τις κατηγορίες, αν και τις ήξερε, και είπε τη στιγμή που γινόταν σαν κοντός άνθρωπος, νάνος:
- Όχι δε θα μπεις μέσα! Θα πας στην κόλαση, για να τιμωρηθείς!
Ο Μπαλάφας ταράχτηκε, θύμωσε σαν την ημέρα που έσκασε μια γροθιά σ’ ένα χωροφύλακα και του χάλασε τη φάτσα:
- Μωρέ, μωρέ, έκανε, και συ, και συ! Και συ σαν εκείνους εκεί κάτω, τους παγαπόντηδες,
δικάζεις;…
- Τι λες;
- Τι λέω, τι λέω!... Αχ τι να σου κάνω! Έπρεπε να είχα πάρει και το άλλο μου παπούτσι!…
Από τη συλλογή Μέσα στους ανθρωποφάγους, 1927
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου