Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

Ο Χ(χ)ρόνος

Αφιερωμένο στην Kineks επ' αφορμή μιας συζήτησης που πρωτοξεκίνησε μαζί της και την ευχαριστώ πολύ για αυτό.

Γενικές Σκέψεις

Προλογίζοντας τις σκέψεις που θα ακολουθήσουν, θέλω να δηλώσω εξαρχής ότι δεν είμαι ειδικός σε καμία περίπτωση για το θέμα που θα γράψω, όπως δεν είμαι ειδικός σε και για τίποτα.

Ίσως ο τόνος μου φανεί συμπαγής, σίγουρος, αλλά δεν είναι έτσι.

Δεν έχω διαβάσει τίποτα για αυτό. Απλώς, πρόκειται να διαβάσετε (όσοι και όσες) σκέψεις και μόνο σκέψεις, ίσως άγουρες και επιπόλαιες και συχνά πρόχειρα διάσπαρτες, αλλά μόνο σκέψεις.

Αυτό ίσως με κάνει να νιώθω ελεύθερος, όμως από την άλλη μπορεί να με οδηγεί σε πολλά λάθη.Δεν πειράζει.

Ο Χρόνος που διαπερνάει μέσα και πετάει πάνω από αυτό που τώρα γράφω,υπάρχει; Κι αν αυτό που τώρα γράφω το διαβάσει κάποιος-α μετά από χρόνια, θα έχει ενσωματωμένο μέσα του τον χρόνο που χρειάστηκε για να γραφτεί; Με άλλα λόγια, το σημείο εκείνο του χρόνου που θα διαβαστεί μπορεί να ενωθεί με τον χρόνο που γράφτηκε κι έτσι να μετατραπεί σε έναν αέναο, άχρονο χρόνο;

Όταν σπουδαίοι άνθρωποι έγραψαν, πίστευαν, φαντάζονταν ότι τα γραπτά τους θα γίνουν διαχρονικά, δηλαδή θα τεθούν εκτός τόπου και χρόνου, θα τον διαπεράσουν σαν βέλος και θα είναι πλέον απο-τοποποιημένα και άχρονα; Δεν το πιστεύω. Κανένας Μπακούνιν, κανένας Μαρξ, καμία Άρεντ δεν έγραψαν για να υπηρετήσουν την ομηρική υστεροφημία.

Όταν οι αστοί επαναστάτησαν εναντίον των φεουδαρχών, πίστευαν ότι αυτή τους η πράξη κι οι ιδέες τους (με όλες τις αλλαγές και τις επιστρώσεις) θα ηγεμόνευαν ακόμα και αιώνες μετά;

Τι να είναι άραγε ο χρόνος;

Δεν έχω ιδέα. Αυτό που ξέρω είναι ότι άλλοτε θέλουμε να είναι σύντομος και μικρός, άλλοτε ευχόμαστε να μη σταματήσει.

Μα σταματάει ο χρόνος; Και αν σταματάει, πότε άρχισε;

Και είναι μεγάλος ή μικρός, σύντομος ή αργός; Έχει αρχή και τέλος;

Το έτος που φτάνει σε λίγο στο τέλος του είναι το 2021, δηλαδή δύο χιλιάδες εικοσιένα χρόνια σε σχέση με το πρόσωπο του Χριστού, όχι με τον χρόνο της γης ή των ζώων και ανθρώπων σε αυτήν, αλλά σχετικός με τον βιολογικό χρόνο ενός προσώπου.

Άρα ο χρόνος τεμαχίζεται όπως εμείς θέλουμε, αφού δεν υφίσταται από μόνος του. Είναι δικό μας κατασκεύασμα και σαν τέτοιο, εμείς έχουμε αποφασίσει για τους κανόνες που το διέπουν. Εκείνος, δεν υπάρχει, δεν γνωρίζει καν την κατασκευή του, δεν περνάει αργά ή γρήγορα, δεν νιώθει χρήσιμος ή άχρηστος. Απλά υφίσταται στο μυαλό μας.

Είναι μάλλον μια αφαίρεση, πιό ισχυρή λ.χ. από το Έθνος ή την Μαρξική τάξη.

Ίσως, είναι η πιο ισχυρή από όλες τις αφαιρέσεις, αφού σύμφωνα με αυτόν, εν μέρει κρίνονται λ.χ. οι δύο παραπάνω αφαιρέσεις, δηλαδή το Έθνος και η Μαρξική Τάξη.

Τα Έθνη υποτίθεται ότι αποδεικνύουν μέσα στο χρόνο την αξία τους, το μέταλλό τους. Οι δε μαρξικές τάξεις, τη δυναμική και τη μαχητικότητά τους. Δεν λέω ότι όλα εξαρτώνται από αυτόν, λέω όμως ότι είναι σημαντικός παράγοντας κρίσης.

Αυτός περνάει σαν άνεμος μέσα και πάνω από τις ζωές μας, κι εμείς τον έχουμε κατακερματίσει για να έχουμε τον έλεγχό του. Πώς πέρασε έτσι η ώρα;”, “Γιατί δεν περνάει επιτέλους η ώρα;”, “Νέος πέθανε, κρίμα”, “Τα έζησε τα χρονάκια του, μια χαρά”.

Φράσεις που ακούμε και λέμε συχνά, χωρίς να καταλαβαίνουμε για τί μιλάμε, κάτι σαν την ευχή “καλημέρα” ή “καληνύχτα”.
Ούτε αυτές τις πολυκαταλαβαίνουμε, όταν τις εκστομίζουμε.
 Το “καλημέρα” ίσως σημαίνει μια μέρα φως και χρόνο συμπυκνωμένο μέχρι το σούρουπο. Μετά, αναλαμβάνει η “καληνύχτα”...

Η Kineks μου είπε ότι η Φυσική έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τον χρόνο.

Ποιόν χρόνο;

Τον αξιωματικά μάλλον δοσμένο που αποδέχονται οι φυσικές επιστήμες και καλώς κάνουν. Μα άραγε αυτός είναι ο χρόνος; Εκείνη μου εξήγησε διάφορα για τον λεγόμενο συμπαντικό χρόνο.

Λίγο ή πολλή χρόνο θέλουμε για να γεννηθούμε και να πεθάνουμε; Ο πρώτος μεταφράζεται για κάποιους-ες σε στιγμές χαράς ενώ ο δεύτερος σε στιγμές πόνου (μερικές φορές και ανακούφισης για όσους παραμένουν εν ζωή). Εμείς οι ίδιοι που γεννιόμαστε και πεθαίνουμε δεν συμμετέχουμε ιδιαίτερα στον απαιτούμενο χρόνο γέννησης και θανάτου μας, εκτός αν ο πρώτος είναι πολύωρος και ο δεύτερος βασανιστικός.

Ο Χρόνος δεν ασχολείται με εμάς, δεν νιώθει, δεν ζει. Δεν μάς παρακολουθεί, δεν ενδιαφέρεται, παρά μόνο όσο του επιτρέπει το πνεύμα του, που εμείς έχουμε αποδώσει σε αυτόν.

Ο Καπιταλισμός

Συχνά ακούμε στις τηλεοπτικές εκπομπές τη φράση: “Μάς πιέζει ο χρόνος”. Κανέναν δεν πιέζει. Εμείς τον φτιάξαμε και καταφέραμε αφού τον μετατρέψαμε σε χρήμα, να μάς καταπιέζει.

Εδώ που τα λέμε, ίσως ο καπιταλισμός είναι το μοναδικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα που κατάφερε να μετατρέψει τον χρόνο σε καθαρή υλικότητα, ισάξιο του πλούτου, του χρήματος: “Ο χρόνος είναι χρήμα”. Για τον καπιταλισμό ολόκληρος ο χρόνος (συμπαντικός και κατακερματισμένος) είναι χρόνος κέρδους.Έτσι, κατάφερε να ολοποιήσει δύο χρόνους σε έναν.

Οτιδήποτε τίθεται εκτός αυτού του πλαισίου δεν έχει αξία (χρηματική), είναι ανάξιο συζήτησης.

Οτιδήποτε κάνουμε και δεν σχετίζεται με κάποια μορφή κέρδους (από σπουδές μέχρι δουλειά) πρέπει κάθε φορά να δικαιολογείται γιατί δεν είναι επικερδές, γιατί δεν ακολουθεί τους νόμους της αγοράς (πόσο παρεξηγημένη λέξη).

Εγώ δουλεύω, ο απέναντι όχι, Κι όμως, ο χρόνος έχει το ίδιο μέτρο και για τους δυο μας: χρήμα, επιβίωση, ελεύθερο χρόνο.

Εκείνος θέλει να δουλέψει για να ζήσει.

Εγώ μέσα από τη δουλειά, χάνω τη ζωή μου, προσπαθώντας να την κερδίσω. Είμαστε δύο πρόσωπα του ίδιου νομίσματος, αυτού δηλαδή που έχουμε αναγκαστεί να πιστεύουμε ότι αξίζει, αυτού που κατακερματίζει τον χρόνο. Μα όχι τον Χρόνο.

Ξυπνάω νωρίς (δηλαδή έχω λίγο χρόνο ύπνου) για να πάω στη δουλειά. Με τον καιρό, ο γενικός χρόνος αφύπνισης καθορίστηκε από τον ειδικό χρόνο αφύπνισης, αυτόν της δουλειάς, με συνέπεια ακόμα κι ο χρόνος ξεκούρασης να καθορίζεται από αυτόν τον ειδικό χρόνο.

Με λίγα λόγια, τα υπερτιμημένα σαββατοκύριακα είναι εγέρσεις για δουλειά, χωρίς όμως αυτήν.

Εκεί, στη δουλειά, χάνω βίαια και άσκοπα τον Χρόνο μου, χωρίς να έχω καταλάβει, χωρίς να μπορώ να νοηματοδοτήσω αυτό που κάνω. Τυχεροί-ες όσοι-ες μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο, γιατί έτσι αποκτάς μια σύνδεση με ό,τι κάνεις, έστω και ψευδή, και δεν νιώθεις τον χρόνο χαμένο.

Ο Χ(χ)ρόνος μου εκεί είναι ο χρόνος που άλλοι έχουν καθορίσει. Οι ώρες είναι πολλές, και στην περίοδο ειδικά της πρώτης καραντίνας δημιουργήθηκε ένα πλαίσιο, όπου δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τον προσωπικό χρόνο και χώρο από εκείνον της δουλειάς. Υπήρχε η αίσθηση ενός Χ(χ)ρόνου χωρίς τέλος κι ενός χώρου βιασμένου. Ο χωροχρόνος της δουλειάς εισέβαλλε βίαια στον προσωπικό, γιατί έτσι πρέπει.

Οι ειδικοί απεφάνθησαν: για τον χρόνο της παραγωγικότητας δεν είσαι άνθρωπος, είσαι παραγωγός.

Αν δεν έχεις διαδίκτυο, μπορείς να πας σε μια καφετέρια που έχει ή να κάνεις ό,τι μπορείς, ώστε να είσαι παραγωγικός.

Για λόγους ποιοτικής αύξησης του χρόνου οι παραγωγοί (μικροί, μεγάλοι δεν έχει και τόση σημασία) δεν πρέπει να μιλούν, να έχουν προσωπικές σχέσεις, να γελούν, να ερωτεύονται.

Ο χρόνος της δουλειάς είναι ένας ταφικός χρόνος, αιώνιος, ένας χρόνος όπου κάθε αλλότρια, εκτός δουλειάς σκέψη, δολοφονείται άμεσα και θάβεται πάραυτα πριν καν εκδηλωθεί. Θάβεται στο μυαλό μας. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί άνθρωποι νιώθουν όπως εγώ, αλλά έχουν ισχυρότερες άμυνες και (ή) μπορούν να βρουν νόημα σε αυτό που αναγκαστικά κάνουν. Είναι τυχεροί-ες.

Είμαστε αναγκασμένοι να βρίσκουμε νόημα, ακόμα κι αν το νόημα που βρίσκουμε είναι ότι δεν θέλουμε να βρούμε κάποιο νόημα.

Πολλές ώρες ή λίγες; Για τα στελέχη ή για όσους-ες θεωρούν ότι στελεχώνουν έναν σκοπό είναι λίγες. Στελέχη ενός σκοπού, όχι δικού τους αλλά νοηματοδοτημένου από άλλους, που με τον καιρό και την κατάλληλη πειθώ όμως γίνεται σαν δικός τους και υπερασπίζονται την ύπαρξή του, μερικές φορές με ισχυρότερα επιχειρήματα από όσους-ες τον έχουν νοηματοδοτήσει ήδη για αυτούς. Ξέρουν ότι έχουν ημερομηνία λήξης, αλλά παρατείνουν τον χρόνο, χάνοντάς τον.

Κυρίως τα οικονομικά πανεπιστήμια έχουν προσφέρει πολλά σε τέτοιου είδους νοηματοδοτήσεις. Μοιάζουν με στυλοβάτες ενός συστήματος που ούτε τα ίδια μερικές φορές μπορούν να υποστηρίξουν. Πριν αρκετά χρόνια (λίγο πριν την έναρξη της οικονομικής κρίσης) ένας καθηγητής management στο Οικονομικό πανεπιστήμιο έλεγε στους μεταπτυχιακούς του φοιτητές ότι σύμφωνα με την σύγχρονη βιβλιογραφία πρέπει να αλλάζουν εταιρικό περιβάλλον ανά πέντε χρόνια. Στην παρατήρηση ενός φοιτητή ότι εκείνος δούλευε σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια στο ίδιο κρατικό πανεπιστήμιο απάντησε κάτι που σίγουρα δολοφονεί το αίσθημα του χρόνου της βιβλιογραφίας όποιων θεωριών: “Εγώ είμαι καθηγητής, δεν είναι το ίδιο”.

Κι έτσι, φτιάχνονται ορδές ανθρώπων έτοιμων να κατακτήσουν την αγορά, να παλέψουν για μια θέση στον οικονομικό ήλιο. Φτιάχνονται από εκείνους-ες που ανταγωνίζονται επί χρόνια σε μια εσωτερική και προστατευμένη αγορά, αυτή των Πανεπιστημίων.

Η άδεια από την δουλειά υπονοεί ότι η ημέρα μας θα είναι... άδεια; Ναι, θα είναι άδεια από τον πυρήνα μιας μέρας κουραστικής, που δουλεύουμε για να ζούμε. Μια μέρα χωρίς δουλειά είναι άδειες ώρες: οκτώ, δέκα, δώδεκα κενές ώρες χωρίς σκοπό. Αυτό μάς λένε. Πόσο θα διαφωνούσε ο Πωλ Λαφάργκ, που καθόλου τεμπελιάζοντας και εκμεταλλευόμενος τον χρόνο του έγραψε το εμβληματικό έργο “το δικαίωμα στην τεμπελιά”.Ίσως κάποιος-α σκεφτεί: “Οξύμωρο. Εργάστηκε, μη τεμπελιάζοντας, για να γράψει ένα μνημειώδες βιβλίο υπέρ της τεμπελιάς”.

Καθόλου οξύμωρο: Όταν υπάρχει νόημα σε κάτι που κάνεις, δεν παράγεις νοηματοδοτημένο από άλλους έργο, αλλά από εσένα.

Ο Χ(χ)ρόνος

Ο χρόνος περνάει εύκολα και δύσκολα.

Ένα φιλί πόση ώρα διαρκεί; Εξαρτάται.

Είναι κατά συνθήκη ή ερωτικό;

Είναι φιλί δροσιάς ή μήπως θανάτου;

Το φιλί της ζωής κρατάει λίγο χρόνο, αλλά αν πετύχει, δίνει περισσότερο χρόνο από την διάρκειά του.

Ο χρόνος εμπλουτίζεται, στολίζεται από τις εμπειρίες μας.

Ένας χρόνος χωρίς τίποτα είναι ένας χαμένος χρόνος. Ή μήπως είναι κερδισμένος; Ποιός όμως ορίζει αυτό το “τίποτα”; Εμείς οι ίδιοι, ο καθένας και η καθεμία από εμάς διαφορετικά, αλλά εμείς είμαστε οι ... καθοριστές. Ο χρόνος διαμορφώνεται, μορφοποιείται από τις κινήσεις μας, την σκέψη μας, τις πράξεις μας.

Π.χ. ο χρόνος μιας πολιτικής συνέλευσης σε ποιές περιπτώσεις είναι χαμένος χρόνος και σε ποιές κερδισμένος; Για κάποιους-ες ένας τέτοιος χρόνος μπορεί εκ των προτέρων να τίθεται είτε ως χαμένος είτε ως κερδισμένος. Μα, ο χρόνος για μια τέτοια διαδικασία είναι χρόνος διαλεκτικός, πλούσιος σε θετικά και αρνητικά, σε παύσεις, αναρωτήσεις, ματαιώσεις, απορίες, φόβους και ελπίδες.

Είναι κερδισμένος γιατί μπορεί να αλλάζουμε, είναι χαμένος γιατί, πιθανόν, μένουμε ίδιοι.

Για έναν χριστιανό ο χρόνος της κυριακάτικης λειτουργίας είναι ένας ένθεος χρόνος ή έστω ένας τυποποιημένος, σαν προϊόν, χρόνος μέσα σε ένα μεταφυσικό ψυγείο. Για μένα δεν είναι τίποτα από τα δύο, γιατί δεν είμαι ένθεος. Καταλαβαίνω όμως τον κερδισμένο ή χαμένο χρόνο ενός χριστιανού, όσο καταλαβαίνω και τον χαμένο ή κερδισμένο χρόνο ενός νεοφώτιστου αναρχικού κι ενός αναρχοπατέρα.

Ο χρόνος του σωματικού έρωτα σημαδεύεται από την ένταση και το πάθος, από την ένταση ή το πάθος. Αν δεν έχει κάτι από αυτά τα δύο είναι χρόνος εντός ψυγείου, ψύχεται και ζεσταίνεται ξανά και ξανά, ώσπου τελικά ή γίνεται πάγος ή λιώνει.

Ο χρόνος του διαβάσματος θα ήταν καλό να αποτελεί χρόνο εκπυρσοκρότησης του μυαλού. Τώρα τελευταία διάβασα δύο βιβλία, που δεν ήθελα να τελειώσουν, όμως ο χρόνος ήταν αμείλικτος, το ίδιο και οι σελίδες. Τελείωσαν.Όσο κι αν ένιωθα ότι οι συγγραφείς “πυροβόλησαν” το κεφάλι μου, εκείνοι φυσικά δεν το έγραψαν μόνο για εμένα, αλλά οι... πυροβολισμοί τους είχαν στόχο και άλλα κεφάλια. Δεν είχαν όλο τον χρόνο δικό τους, όμως ήταν τόσο καλά μαστορεμένο αυτό που έγραψαν, που θα ήθελα να τους συναντούσα και να έκλεβα έστω και δέκα λεπτά από τον χρόνο τους.

Λένε ότι τον σημαντικό συγγραφέα τον κρίνει η ποιότητα του έργου του και ο χρόνος. Βέβαια, σε αυτή την περίπτωση μπορεί η ποιότητα του έργου να είναι ο βασικός καθοριστής ακόμα και του χρόνου.

Αν το έργο του πάντως κρατήσει στον χρόνο, τότε γίνεται σημαντικό. Αν όχι, θεωρείται ασήμαντο.

Πόσο άτυχοι θα στάθηκαν (ακόμα και σήμερα) κάποιοι συγγραφείς, γιατί ο χρόνος τούς αδίκησε. Όσοι δεν πρόλαβαν, δεν βρήκαν το κουράγιο να παλέψουν με τον χρόνο, τον ακυρωμένο κι αυτόν που λένε “ελεύθερο”. Είμαι σίγουρος ότι στεκόμαστε κι εμείς άτυχοι που δεν διαβάσαμε ούτε και θα διαβάσουμε κάποιους από αυτούς τους συγγραφείς, δεν θα δούμε πίνακες, ποιήματα, δεν θα ακούσουμε σκέψεις απλών ανθρώπων, που ίσως να μάς τίναζαν τα μυαλά στον αέρα.Κι όμως ενώ ο χρόνος τούς αδίκησε, μέσα στο πέπλο του ίσως υπάρχουν τα έργα τους και μάς περιμένουν.

Στην Εντατική

Πώς περνάει ο χρόνος στην εντατική, πώς περνάει σε ένα νοσοκομείο;

Θυμάμαι όταν είδα τον πατέρα μου στην εντατική πριν αρκετά χρόνια μετά από εγχείρηση ανοικτής καρδιάς. Ήταν σαν παιδάκι, που είχε όλο τον χρόνο μπροστά του. Ποτέ δεν τον ρώτησα εάν είχε αίσθηση του χρόνου και πώς τον κατάλαβε.

Κάποια-α σε άλλο κρεβάτι του ίδιου νοσοκομείου θα ένιωθε αλλιώς τον χρόνο τις ίδιες ώρες, την ίδια ημέρα, και σίγουρα κάποιοι-ες έβγαιναν από το νοσοκομείο, ενώ ο πατέρας μου εισαγόταν στην εντατική.

Τελευταίες Σκέψεις

Ο Χρόνος κι ο χρόνος δεν συνεργάζονται, γιατί ο πρώτος δεν έχει κανέναν σκοπό, ενώ στον δεύτερο προσδίδουμε εμείς σκοπό και μέσω αυτού μάς κατακυριεύει.

Φιλίες που κράτησαν μέσα στον χρόνο κι άλλες που φυλλορόησαν μέσα σε αυτόν. Δεν ευθύνεται ο χρόνος. Εμείς δεν είμαστε ικανοί να θέσουμε τις φιλίες μας ως μία από τις κορωνίδες της ύπαρξής μας. Κι ο Χρόνος γελάει μαζί μας. Μπορεί να το κάνει όσο θέλει. Έχει τον εαυτό του με το μέρος του.

Μα, και οι έρωτες από αυτόν δεν ισχυριζόμαστε ότι κρίνονται; Ποιός ξέρει όμως αν είναι ακριβώς έτσι; Οι έρωτες μάχονται τον ίδιο τους τον εαυτό, όχι τον χρόνο. Ρίχνουν την ευθύνη σε αυτόν. Φαντάζει εύκολο και είναι. Αντί να σκύψουν το κεφάλι στα λάθη τους και να το υψώσουν στις επιθυμίες τους, κατηγορούν τον χρόνο. Αν οι έρωτες ξεπερνούν τον χρόνο, τότε πώς καταστρέφονται από αυτόν;

“Μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται”. Μα ισχύει και το αντίθετο. “Μάτια που βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται”. Ο χρόνος και στις δύο περιπτώσεις ψεύδεται. Τίποτα δεν λησμονείται γρήγορα ή αργά, παρά μόνο τα αποφθέγματα. Το γρήγορο στην περίπτωση του έρωτα είναι στα αλήθεια το αργόσυρτο μιας ζωής στενεμένης, μανταρισμένης, μιας ζωής λειψής.

Το Πιστόλι

Αν με το πιστόλι στον κρόταφο και μέσα σε λίγο χρόνο μού επέβαλε κάποιος-α να κάνω την τελευταία οριοθέτηση του ήδη οριοθετημένου χρόνου, μάλλον θα του ζητούσα τον απαιτούμενο χρόνο για μερικά πράγματα χωρίς αξιολογική σειρά κατάταξης:

Να ακούσω ένα αγαπημένο μουσικό κομμάτι

Να ξαναδιαβάσω ένα αγαπημένο βιβλίο

Να γευτώ ένα βαθύ, υγρό φιλί

Να συζητήσω με έναν καλό φίλο ή φίλη

Να συζητήσω με έναν άνθρωπο που θα είμαστε παντελώς άγνωστοι

Αν δεν είχα τόσες ευκαιρίες, θα ζητούσα μόνο το φιλί, που μπορεί να ηχεί ως μουσική, γνώση, συζήτηση, κάτι που κάθε φορά είναι άγνωστο, όσο και οικείο.